σταυρικός

σταυρικός
η , ό[ν]
1) крестовый; имеющий форму креста;

σταυρικός ναός — храм с крестовым сводом;

2) относящийся к кресту; происходящий от креста;

σταυρικός θάνατος — распятие, смерть на кресте


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σταυρικός" в других словарях:

  • σταυρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικός — ή, ό / σταυρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό τού Χριστού 2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού 3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν… …   Dictionary of Greek

  • σταυρικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με σταυρό: Σταυρικό σχήμα. 2. αυτός που έχει σταυροειδή στέγη, σταυροθόλωτος: Σταυρικοί ναοί. 3. «σταυρικός θάνατος», θανάτωση με σταύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρικῶν — σταυρικός of fem gen pl σταυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικόν — σταυρικός of masc acc sg σταυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῖς — σταυρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῦ — σταυρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικούς — σταυρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῆς — σταυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῇ — σταυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρική — σταυρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»